-
1 πρόσοικος
πρόσοικος, ον,A dwelling near to, neighbouring, Hdt.1.144, Th.1.24; οἱ π. neighbours, ib.7, Aen.Tact.10.1; τοὺς Λυκίων π. Plu.2.421d; also of places, π. θάλαττα χώρᾳ abutting upon, Pl.Lg. 705a; τὴν π. τῆς Ἰταλίας the neighbouring part, Plu.Fab.2: c. dat., Jul.Or.2.56b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσοικος
-
2 πυκνός
πυκνός [(A)], ή, όν, poet. also [full] πῠκῐνός, ή, όν, both forms in [dialect] Ep. (v. infr.) and Lyr., Pi.O.13.52 ([comp] Sup.), B.Fr.1; [dialect] Aeol. [full] πύκνος Sapph.1.11, Alc.Supp.14.9 ( πύκινος is dub. l. Id.82); Trag. [full] πυκνός, exc. S. in lyr., Aj. 1208, Ph. 854; πυκινός once in Com., Eub.38 (s.v.l.): [dialect] Lacon. [comp] Sup. πουκότατος is corrupt in Simm.26.17:—A close, compact.I of a thing with reference to the close union of its parts, close, firm, solid,πυκινὸς θώρηξ Il.15.529
;χλαῖναν πυκνὴν καὶ μεγάλην Od.14.521
;πυκινὸν νέφος Il.5.751
; πυκινὸν λέχος well-stuffed, firm bed, 9.621, Od.7.340;πυκνὸν καὶ μαλακόν Il.14.349
;Ἁρμονίης πυκινῷ κρυφῷ Emp.27.3
;σπάρτα πυκνὰ ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;π. δέμας Parm. 8.59
; of a sponge, Hp.Ulc.2;π. ὀστοῦν Pl.Ti. 75b
, cf. Hp.VM22; [ σάρκες] Pl.Ti. 74e; χρυσοῦ πυκνότερον ib. 59b;ἔβενος Thphr.HP1.5.5
;πλεύμων Plu.2.698b
; χωρία ib.650d;πυκινὴν νάπαις Ἄζιλιν Call. Ap.89
; [ὁ ἐλαιὼν] πυκνός ἐστι τοῖς φυτοῖς overgrown with plants, PFay.113.8 (i/ii A.D.);ξοῒς χαρακτὴ π. IG7.3073.104
(Lebad., ii B.C.); of a woman, thick-set, stocky, Sor.1.34.2 narrow, constricted,οὐ διέρχεται.. ἀρκέουσα ἰκμάς.., πυκνῆς τῆς ὁδοῦ ἐούσης Hp.Mul.1.73
;πυκνοὺς ἔχουσι τοὺς πόρους τοῦ σώματος Alex.Aphr.Pr.1.6
.II of the parts of a thing, close-packed, crowded,πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες Il.4.281
; , etc.;πυκινὸν λόχον εἷσαν 4.392
, etc.(v. infr. 111.1);πυκνὰ καρήατα λαῶν 11.309
;πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν 13.133
, cf. Od.5.480;σταυροῖσιν πυκινοῖσι Il.24.453
;σταυροὺς.. πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.12
; of thick plumage,πυκινὰ πτερά 5.53
;πτερὰ πυκνά Il.11.454
, 23.879; but πύκνα πτέρα fast-beating wings, Sapph.1.11 (and so perh. Hom. ll. cc.); freq. of thick foliage, ὕλη, λόχμη, θάμνοι, ὄζοι, ῥωπήϊα, δρυμά, πέταλα, Il.18.320, Od.19.439, 5.471, Il.21.245, Od.14.473, 10.150, 19.520;π. νέφεα Hes.Op. 553
; πυκινοῖσι λίθοισι with close-laid stones, Il.16.212; πυκινοῖσι.. βελέεσσι with a thick shower of darts, 11.576;πυκνῆσιν λιθάδεσσιν Od.14.36
;τοξεύματα πολλὰ καὶ π. Hdt.7.218
; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκώς, of Argus, A.Pr. 678; πεπλεκτανημέναι π. δράκουσιν, of the Furies, Id.Ch. 1050; of thick-falling rain, snow, etc.,πυκνῆς ἀκοῦσαι ψακάδος S.Fr. 636
;πυκιναῖς δρόσοις Id.Aj. 1208
(lyr.);πυκνῇ νιφάδι E.Andr. 1129
; π. ῥόος a dense current, Emp.100.14;π. θρίξ X.Cyn.4.6
;π. τρίχες Pl.Prt. 321a
; [ δένδρεα] Hdt.4.22, cf. X.An.4.8.2;τὰ μὲν π... τὰ δὲ μανὰ κατὰ τὴν φυτείαν Thphr.HP1.8.2
.b in Tactics, in close order, opp. ἀραιός, Ascl.Tact.4.1 ([comp] Sup.), Arr.Tact.11.1 ([comp] Comp.).2 of a repeated action, frequent, numerous,πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλε A.Pr. 658
;τῶν π. φιλημάτων Id.Fr. 135
;ὀδύναι πυκνόταται Hp.VM22
;πυκινῶν κρεγμῶν ἀκροαζομένα Epich.109
(anap.);π. ὁδοὺς ἐλθόντα E.Tr. 235
; π. βαίνων ἤλυσιν, of a blind man, Id.Ph. 844; ἐν πυκνῷ θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται on the oft-revolving wheel, S.Fr.871.1; Aër.13; πνεῦμα πυκνότερον quicker breathing, Id.Acut.16;π. σφυγμὸς ἢ μανός Plu.2.136f
; continuous, constant,φῶς Corp.Herm. 16.10
;ἐρωτήμασι πυκνοῖς χρώμενοι Th.7.44
;ἡ.. εἰωθυῖά μοι μαντικὴ.. πάνυ πυκνὴ ἦν Pl.Ap. 40a
;ἐπιθυμίαι π. τε καὶ σφοδραί Id.R. 573e
;τὰς ἐντεύξεις π. ποιεῖσθαι Isoc.1.20
: c. inf., πυκνοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποις ποιεῖν τὴν πόλιν more frequently visited by.., X.Vect.5.1 codd.III of artificial union, well put together, compact, strong, πυκινὸς δόμος, χηλός, θύραι, θάλαμος, κευθμῶνες (v. infr. B. 111.1), Il.10.267, Od.13.68, Il.14.167, Od.23.229, 10.283;ἀσπὶς ῥινοῖσιν πυκινή Il.13.804
;π. δῶμα Xenoph.17
: hence, close, concealed,πυκινὸς δόλος Il.6.187
; and so perhaps π. λόχος, v. supr. 11.1.2 in Music, πυκνόν, τό, part of the tetrachord in which the intervals are small, defined asτὸ ἐκ δύο διαστημάτων συνεστηκὸς ἃ συντεθέντα ἔλαττον διάστημα περιέξει τοῦ λειπομένου διαστήματος ἐν τῷ διὰ τεσσάρων Aristox.Harm. p.24M.
, cf. Plu.2.1135b, etc.IV generally, strong of its kind, sore, excessive,ἄτη Il.24.480
;μελεδῶναι Od.19.516
;ἄχος Il.16.599
.V metaph. of the mind, shrewd, wise,πυκιναὶ φρένες 14.294
, cf. Alc.Supp.14.9, B. l.c.;νόος Il.15.461
;μήδεα 3.208
;βουλή 2.55
;ἐφετμή 18.216
;μῦθοι Od.3.23
;ἔπος Il.11.788
; θυμός, βουλαί, Pi.P.4.73, I.7(6).8;φρήν E.IA67
; μήτιδι πυκνῇ Orac. ap. Hdt.7.141, cf. IG3.1320: in Prose,πυκνὴ διάνοια Pl.R. 568a
; τὸ π. terseness of expression, D.H.Th.24.2 of persons, sagacious, shrewd, crafty, cunning,Σίσυφος πυκνότατος παλάμαις Pi.O.13.52
;κύων πυκινώτατον ἑρπετόν Id.Fr. 106
; πυκινοί the wise, S.Ph. 854 (lyr.);πυκνότατον κίναδος Ar.Av. 430
(lyr.); .B Adv. πυκινῶς, and after Hom. πυκνῶς, θύραι or σανίδες πυκινῶς ἀραρυῖαι close or fast shut, Il.9.475, Od.2.344, etc.2 sorely (v. supr. A. IV),πυκινῶς ἀκαχήμενος Il.19.312
, cf. Od.19.95, al.; constantly,ὅταν π. διᾴττωσι X.Cyn.6.22
.3 sagaciously, shrewdly,π. ὑποθήσομαι Od.1.279
, cf. Il.21.293;πυκνῶς ἀνευρεῖν Ar.Th. 438
(lyr., s.v.l.).II neut. sg. and pl., πυκνόν, πυκνά, πυκινόν, πυκινά as Adv., esp. in the sense much, often, πήρην πυκνὰ ῥωγαλέην a much torn wallet, a wallet full of holes, Od.13.438, 17.198;πυκινόν περ ἀχεύων 11.88
;τέττιξ.. καταχεύετ' ἀοιδὴν πυκνόν Hes.Op. 584
: in Prose,πυκνὰ ἐκπίπτει ὦμος Hp.Art.2
;πυκνὰ ἀποβλέπειν Pl.R. 501b
;πυκνὰ στρέφεσθαι X.An.6.1.8
;πυκνὸν ἀναπνεῖν Arist.Rh. 1357b19
; πυκνότερον ἰέναι, παρέρχεσθαι, Pl.R. 328d, D.41.24;πυκνότερα ἐπάγειν Pl.Cra. 420d
. Adv.- οτέρως Lesb.Gramm.23
, PLond.5.1929(iv A.D.): [comp] Sup.πυκνότατα X.Eq.11.11
.2 πυκινὰ φρονεῖν (v. supr. A.V) Od.9.445.III poet. Adv. [full] πύκα [[pron. full] ?πυκνόςX?πυκνόςX], thickly, solidly,θαλάμου πύκα ποιητοῖο 1.436
;π. π. δόμοιο 22.455
;σάκεος π. π. Il.18
. 608;Λυκίων π. θωρηκτάων 12.317
, cf. 15.689, 739;πύλαι π. στιβαρῶς ἀραρυῖαι 12.454
.2 θάλαμος πύκ' ἐβάλλετο with thick-falling darts, 9.588.------------------------------------
См. также в других словарях:
Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek
Λυκία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων –σημερινό Ακ… … Dictionary of Greek
Ιππόλοχος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους επιφανείς Τρώες. Ήταν γιος του Αντίμαχου. Τον σκότωσε ο Αγαμέμνων. 2. Ηγεμόνας των Λυκίων. Ήταν γιος του Βελλερεφόντη, πατέρα του Γλαύκου. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος της Αθήνας (5ος αι … Dictionary of Greek
κράγος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… … Dictionary of Greek
λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… … Dictionary of Greek
Αμισόδαρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ηγεμόνας των Λυκίων, πατέρας του Ατύμνιου και του Μάριδα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στην Τροία από τους γιους του Νηλέα. Πίστευαν ότι είχε αναθρέψει το τέρας Χίμαιρα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν πειρατής. Σε αυτό το κυκλαδικό… … Dictionary of Greek